Το καφενεδάκι ήταν όμορφο μόνο απ' έξω. Από μέσα βλέπετε πώς είναι, καλυμμένο πέρα ως πέρα με πλαστικούρες και με τραπεζομάντηλο με φοίνικες για μια πιο εξωτική νότα. Ο καφές που πρόσφερε το μαγαζί αξίζει ιδιαίτερη μνεία γιατί ήταν το χειρότερο κατακάθι φίλτρου που έχω πιει ποτέ, με διαφορά...
Ας πάμε και πάλι έξω, στη φύση. Αυτή ήταν η -καθόλου οικεία για μας- βλάστηση
που το πρώτο βράδυ σύνθεσε το σκηνικό του τρόμου μέσα στο αφιλόξενο δάσος.
Επρόκειτο μήπως για τη ρώσικη τάιγκα;
'Οπως λέει κι η Αλέξια, "έχω δίλημμα ποιον δρόμο να διαλέξω"
Το οδόστρωμα εδώ ευτυχώς είναι καλό, όμως λίγο στριμωχτό..
Η κίνηση ήταν αρκετή στο δρόμο, κάτι που μας θύμισε ελληνικό εορταστικό τριήμερο και μαζική επιστροφή των εκδρομέων . Οι οδηγοί ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερα νευρικοί και ανυπόμονοι, με αποτέλεσμα συχνά να κάνουν προσπεράσεις από τα δεξιά, γκαζώνοντας σαν τρελοί στον χωματόδρομο-λωρίδα εκτάκτου ανάγκης...! Ευτυχώς συναντήσαμε και δρόμο με κανονικές λωρίδες και σαφή διαχωρισμό των ρευμάτων, με διάζωμα. Δεν μας έπαιρνε κι αυτή τη φορά να πούμε το Χριστό φαντάρο...
Η περιπλάνησή μας συνεχίστηκε, έως ότου έπεσε το τρομακτικό σκοτάδι. Τρομακτικό, γιατί γενικότερα δεν υπήρχαν φώτα και η μαυρίλα ήταν σχεδόν απόλυτη.
Φτάσαμε σε μια σχετικά μεγάλη πόλη, ψάχνοντας σούπερ μάρκετ. Το γεγονός που μας φρίκαρε ήταν ότι ακόμα και μέσα στην πόλη, δεν είχε σχεδόν καθόλου φώτα στο δρόμο, όμως ο κόσμος κινούταν κανονικά, σαν να μην τρέχει τίποτα, μέσα στα σκοτάδια. Τριγύρω ορθώνονταν πανύψηλες πολυκατοικίες της Σοβιετικής εποχής, που προκαλούσαν δέος και ψυχοπλάκωμα. Το μόνο μέρος που φώτιζε σαν φάρος από μακριά ήταν ένα ορθογώνιο κτίσμα, πολύ αυστηρό, με μια μικρή σκαλίτσα. Ήταν το κεντρικό σούπερ μάρκετ της πόλης.
Την μονοτονία έσπαγαν οι νέοι που είχαν βγει για τη βραδινή τους έξοδο καθώς και πολλοί άντρες συντροφιά με ένα μπουκάλι στο χέρι. Άραζαν έξω από το ορθογώνιο κτίσμα, αλλά επικρατούσε ατμόσφαιρα που θύμιζε αυτοσχέδιο υπαίθριο μπαρ. Προσπαθήσαμε κι εμείς να αγοράσουμε βότκα για να μπούμε στο παιχνίδι, όμως στο ταμείο μας σταμάτησαν, φυσικά χωρίς επαρκείς εξηγήσεις, λόγω γλωσσικού χάσματος. Εμείς δεν καταλάβαμε τι ζόρι τράβηξαν (τόσο μας έκοβε) κι είπαμε "δεν πειράζει, θα αγοράσουμε αλκοόλ από αλλού". Δοκιμάσαμε ξανά σε ένα βενζινάδικο, όμως αντιμετωπίσαμε την ίδια αντίδραση.
Απ' ό,τι καταλάβαμε, από κάποια ώρα και μετά απαγορευόταν η πώληση αλκοολούχων ποτών. Επομένως διανύαμε την ώρα της ποτοαπαγόρευσης, γι' αυτό και κανείς δεν μπορούσε να αγοράσει αλκοόλ. Πάντως η Ιβάννα κατάφερε να αγοράσει ένα ποτό σε μεταλλικό κουτί, που ονομαζόταν Black Russian, με περιεκτικότητα 8,7% σε αλκοόλ και γεύση αμυγδάλου (;) - έγραφε... Aυτό αποτελούσε εξαίρεση δηλαδή; Μάλλον θα ήταν σφηνάκι σε σχέση με αυτά που πίνουν οι Ρώσοι για να γίνουν λιώμα, και θα 'πρεπε να πιεις καμιά 20αριά για να την ακούσεις. Πιθανότατα για αυτούς, να ανήκε στην κατηγορία του αναψυκτικού. Τελοσπάντων, αγοράσαμε προμήθειες για το βραδινό μας γεύμα, που θα γινόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Εφοδιαστήκαμε με μαύρο ψωμί σικάλεως σε φέτες, τοπικά τυριά, γλυκά, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στην Πετρούπολη, για να διανυκτερεύσουμε σε πιο πολυσύχναστο μέρος, και πάλι μέσα στο αυτοκίνητο.
Προσπαθώντας να επανέλθουμε στα σίγουρα, γνωστά, παλιά μας λημέρια μέσα στη μεγαλούπολη, μας έτυχε και πάλι το ίδιο πρόβλημα, όπως τότε που είχαμε πάρει το δρόμο της εξόδου, με προορισμό τη λίμνη. Tαυτόχρονα, μιας κι ήταν εκεί γύρω, ψάχναμε και την πόλη Τόξοβο, που μας είχε κινήσει την περιέργεια. Κι αυτή τη φορά καταλήξαμε να πηγαίνουμε στα τυφλά, λόγω ελλιπούς σήμανσης και κάναμε όλο κύκλους. Ο χάρτης μας δεν ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικός, ούτε είχαμε GPS. Πάντως παρ' όλη την καλή μας θέληση, ούτε το Τόξοβο καταφέραμε να βρούμε, ούτε τον δρόμο που θα μας οδηγούσε στην Πετρούπολη, ούτε τα Κύθηρα - "κρύο αστειάκι" έτσι για να διασκεδάσουμε και λίγο τις καταστάσεις-. Κι εκεί πάνω στην περιπλάνησή μας, μας έτυχε αυτό που τρέμαμε, αλλά μέχρι τότε δεν είχαμε συναντήσει: πέσαμε σε αστυνομικό μπλόκο...
Από το ηχείο αντηχούσε Jean Michael Jarre, μουσική επιλογή πολύ ατμοσφαιρική, που σε ταξιδεύει, αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα τρομακτική, ειδικά όταν επικρατεί κλίμα μυστηρίου, σκοταδιού και ανασφάλειας. Κι η ανασφάλεια, δεν άργησε να μας κτυπήσει την πόρτα...
Βγαίνοντας από το περιπολικό ο μπάτσος, με τυπική ρώσικη εμφάνιση και στυλ, μας έκανε νεύμα να σταματήσουμε. Εμάς, πρώτη φορά μας συνέβαινε να μας σταματήσουν μέσα στη Ρωσία, πόσο μάλλον μέσα στην άγρια νυχτιά, στη μέση του πουθενά. 'Αλλα διερχόμενα οχήματα, δεν υπήρχαν.
Είχαμε πανικοβληθεί, γιατί περνούσαν διάφορα σενάρια από το μυαλό μας. Τρεις γυναίκες μόνες σε παντελώς άγνωστο τόπο... θα μπορούσαν για ασήμαντη αφορμή να μας μπαγλαρώσουν και να βρεθούμε σε κανένα μπουντρούμι χωρίς ελπίδα διαφυγής και συνεννόησης. Τόσα ακούγονται, ειδικά για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ότι σου ζητάνε λεφτά, τάχαμου για παράβαση του ΚΟΚ και μετά άντε να βρεις άκρη.
Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας.
Ο μπάτσος αρχικά ζήτησε από την Ξερξούσκα άδεια οδήγησης, κατόπιν να δει τα χαρτιά του αυτοκινήτου. Πραγματικά απορώ πώς τον καταλάβαινε, γιατί η συνεννόηση ήταν, φυσικά, αποκλειστικά στα ρώσικα...
Όσο συνέχιζε να ελέγχει τα χαρτιά και να κάνει ερωτήσεις, τα λεπτά περνούσαν αργά και βασανιστικά. Η Ξερξούσκα τα μισά -και ούτε- καταλάβαινε απ' όσα της έλεγε (καλά εμείς οι άλλες δύο τίποτα, παρακολουθούσαμε μουγγές και κοκαλωμένες τα τεκταινόμενα). Πάντως σίγουρα κατάλαβε το "Καληνύχτα" όταν ο μπάτσος της έδωσε πίσω τα έγγραφά της, που σήμαινε ότι το μαρτύριό μας έλαβε τέλος.
Φυσικά η Ξερξούσκα δεν το σκέπτηκε δεύτερη φορά, πάτησε γκάζι, το αυτοκίνητο έβγαλε φτερά και χαθήκαμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα (πάντα μέσα στα όρια ταχύτητας) από το σημείο του μπλόκου. Περάσαμε ένα, δύο χιλιόμετρα για να βρεθούμε σε ακτίνα ασφαλείας και σταματήσαμε για να συνέλθουμε από το ταράκουλο που πάθαμε και να συνειδητοποιήσουμε τι είχε μόλις συμβεί. Έπρεπε να απομακρυνθούμε το ταχύτερο από εκείνο το καταραμένο μέρος και να βρούμε ένα ασφαλές σημείο μέσα σε κατοικημένη περιοχή, με πολλά, πολλά, πολλά φώτα.
Η πρώτη κίνηση που κάναμε για να έρθουμε στα ίσα μας ήταν να πιούμε από μια -μόνο- γερή τζούρα βότκα ξεροσφύρι (για να μην μας πιάσει το αλκοτέστ -που σιγά μη μας έπιανε γιατί στη Ρωσία σίγουρα θα έχουν πολύ πιο υψηλό όριο μεθυσιού, χαχα...) και να αλλάξουμε μουσική, να βάλουμε κάτι διαφορετικό για να ανεβεί η διάθεση. Ο κλήρος έπεσε στους Messer Chups.
Την ώρα που ακούγαμε το παραπάνω track, "Super Megera", μας βρήκε η δεύτερη έκπληξη της βραδιάς. Δεύτερο μπλόκο, μετά από μόλις 10 λεπτά.....
Το προηγούμενο σκηνικό επαναλήφθηκε σχεδόν πανομοιότυπο, με τον ίδιο έλεγχο χαρτιών, μόνο που αυτή τη φορά μας ζητήθηκε και το διαβατήριο. Σημειωτέον, ότι οι δύο εκ των τριών δεν είχαμε το χαρτί που δίνεται στην είσοδο στη χώρα, και ακόμα χειρότερα, και οι τρεις μας δεν είχαμε κάνει δήλωση τόπου διαμονής στη Ρωσία, κάτι που είναι υποχρεωτικό για όλους τους ξένους. Κοινώς, αν μας ζητούσαν τα χαρτιά αυτά, την είχαμε βάψει...
Το κωμικό στην όλη υπόθεση ήταν ότι όταν μας σταμάτησε ο μπάτσος είχαμε τέρμα τη μουσική, όταν μας πλησίασε ναι μεν τη χαμηλώσαμε, αλλά δεν την κλείσαμε και εντελώς. Ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε το cd και βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση όταν μέσα σε μια σκερτσόζικη μελωδία άρχισαν να ακούγονται στριγγλιές που αναφωνούσαν "Torture, torture pleasures me" , ήχοι από μαστίγια που σφύριζαν στον αέρα και βιτσιόζικα ουρλιαχτά. Eυτυχώς ο μπάτσος δε χαμπάριασε τίποτα γιατί προλάβαμε να κατεβάσουμε έγκαιρα το volume. Σιγά βέβαια μην καταλάβαινε αγγλικά ο μπουρτζόβλαχος...
Ευτυχώς ο έλεγχος δεν προχώρησε πέρα από τα διαβατήρια κι έτσι μετά από λίγο, προς μεγάλη μας ανακούφιση, μας έδωσε το ok για να φύγουμε. Για ακόμα μια φορά τη βγάλαμε καθαρή.
Ακόμα υπό την επήρρεια του σοκ, είπαμε να αλλάξουμε αυτή τη μουσική. Xωρίς να το ψάξουμε και πολύ ξαναβάλαμε να παίζει ο Jean Michel Jarre, αρκετά πιο ήρεμες γιατί πλησιάζαμε πια προς την πόλη. Όμως σ' αυτή την κωλοπεριοχή, ποτέ δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός....
O 3ος μπάτσος μας έκανε σήμα να σταματήσουμε, αλλά μαζί μας κόπηκε κι η αναπνοή. Ηταν στροφή, έρημη περιοχή και δεν κυκλοφορούσε όχι μόνο άνθρωπος, ούτε γάτα. Μας σημάδευε και με το όπλο, μιλούσε πολύ έντονα και δεν τον καταλαβαίναμε. Εκεί που παγώσαμε ήταν όταν μετά από όλα τα κλασσικά έγγραφα, ζήτησε το χαρτί που δεν μας είχαν δώσει στα σύνορα. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτα, μας τα ΄λεγε όλα η Ξερξούσκα, η οποία του 'δειξε το δικό της χαρτί. Στο θέαμα αυτού του χαρτιού, άρχισε να μας πιάνει τρέμουλο. Περιμέναμε, με την αγωνία να έχει κτυπήσει κόκκινο...
Ο μπάτσος είχε μια διάθεση για κουβεντούλα, το τράβαγε κάπως το θέμα, ο έλεγχος φαινόταν να έχει λήξει, αλλά δε μας άφηνε κιόλας να πάμε στην ευχή της Παναγίας. Όρεξη είχε βραδιάτικα;;
Εκείνη τη στιγμή πέρασε βολίδα ένα αυτοκίνητο, σαν από μηχανής θεός. Ο μπάτσος πετάχτηκε τρέχοντας προς το μέρος του για να το σταματήσει, κι εμάς μας έγραψε εντελώς. Ήταν το τέλος του τρίτου μπλόκου. 'Ολα αυτά, μέσα σε μόνο μισή ώρα.
Φυσικά στείλαμε για πάντα τον Jean Michel Jarre τον γκαντέμη και βάλαμε Olympians, να ακούσουμε τη γλυκιά φωνή του Πασχάλη που μας γαληνεύει και δρα ιαματικά στις ψυχούλες μας ...
Πραγματικά εκείνο το βράδυ είχαμε άγιο. Αν ήταν ανοικτή εκείνη την ώρα η εκκλησία, θα πηγαίναμε να ανάψουμε λαμπάδα ίσαμε το μπόι μας. Όμως προτιμήσαμε να κάνουμε κάτι πιο πρακτικό και ταιριαστό με την ήδη πολύ προχωρημένη ώρα. Φτάνοντας επιτέλους στο κέντρο της Πετρούπολης (αλληλούια) πήγαμε σε μια μεγάλη δενδροφυτεμένη πλατεία, σε ένα σημείο που είχαμε ήδη σταμπάρει κάποια άλλη φορά. Το μέρος ήταν κεντρικό, είχε νυχτοφύλακες -γιατί μάλλον υπήρχε εκεί κάποιο υπουργείο ή κυβερνητικό κτίριο- αλλά ταυτόχρονα ήσυχο, γιατί δεν φαινόμασταν ούτε ενοχλούσαμε κανέναν, έτσι όπως ήμασταν παρκαρισμένες ανάμεσα σε άλλα αυτοκίνητα.
Εκεί διανυκτερεύσαμε το δεύτερο τσιγγάνικό μας βράδυ, στο σπίτι-αυτοκίνητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου