Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΜΟΣΧΑ!


Στις 9 μιση το πρωί, μετά από τεσσερισίμιση μέρες πάνω σε ράγες, διψασμένες, με συνταξιδιώτες αλλόκοτους και χωρίς οδηγό, επιτέλους, στη Μόσχα αδερφές μου, στη Μόσχα! Χαιρετήσαμε τυπικά τους συνεπιβάτες μας, με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια χαιρόμασταν που φτάσαμε στη Μόσχα κι από την άλλη λυπόμασταν που χάναμε την πηγή γέλιου μας, τον Κατιόνακ, με τις γκάφες του, τον χοντρούλη έφηβο, τη Μαρίνα με τη γάργαρη φωνή και το στενό μαύρο κολάν. Θα τέλειωνε όλη αυτή η περιπέτεια που τόσο μας ταλαιπώρησε, αλλά μας χάρισε άφθονο γέλιο και σκέψεις που ακόμα συζητάμε με νοσταλγία.


Ένα κεφάλαιο έκλεινε κι ένα καινούργιο άνοιγε, σ΄αυτό το ταξίδι. Κατεβήκαμε λίγο μαγκωμένες και πιασμένες από τις βόλτες στους θεόστενους διαδρόμους κι ήμασταν ελεύθερες, επιτέλους, μακριά από αυτούς. Η πρώτη μας αναζήτηση ήταν για τουαλέτα, όπου ήρθαμε αντιμέτωπες με την πρώτη διαπίστωση: ότι κανείς δε μιλούσε αγγλικά, - όμως με νοήματα μας έστειλαν δεξιά. Η δεύτερη αναζήτηση, ήταν ένα μέρος για καφέ και πρωινό. Και πάλι η Ξερξούσκα μας έσωσε, επειδή με τα λίγα ρώσικα που είχε μάθει, με μέθοδο άνευ διδασκάλου,  πρότεινε στην Αντιγκόνα ένα σάντουιτς που αναρωτιόταν για το περιεχόμενό του, αλλά "πόσο χάλια", είπε, "να 'ναι ένα σάντουιτς" ; Ενώ περιμέναμε υπομονετικά, σ' ένα τραπέζι παραπέρα διαπιστώσαμε ότι κάθονταν δύο μπάτσοι, που έπιναν βότκα με το μπουκάλι στη μέση του τραπεζιού, ξεροσφύρι. Κοιτώντας λίγο καλύτερα, διαπιστώσαμε ότι όλοι οι πελάτες έπιναν βότκα κι ας ήταν εννιά το πρωί. Από μακριά, ο σερβιτόρος ερχόταν σοβαρός και αγέλαστος, κρατώντας τον δίσκο με το πρωινό μας. Άρχισε να μοιράζει τα πιάτα και μπροστά στην Αντιγκόνα άφησε μια φέτα ψωμί με πορτοκαλί επάλειψη, κι έναν καπουτσίνο. Πιάσαμε το ψωμί με τα χέρια μας και το επεξεργαστήκαμε, το κοιτάξαμε με τα 6 μάτια μας από κοντά και φανταστήκαμε ότι θα 'ναι μαρμελάδα. Το στόμα άνοιξε, η γλώσσα τέντωσε και μόλις έπεσε κάτω και το ψωμάκι την άγγιξε, η πορτοκαλί επάλειψη έκανε τα μάτια της Αντιγκόνα να γουρλώσουν και καπνούς να βγαίνουν από τα μάτια και τα αυτιά της. Τι ήταν αυτό; Η γεύση που της έμεινε θύμιζε παστό καλαμάρι με σως τσουκνίδας. Δεν ήταν μαρμελάδα; Γιατί έχει γεύση ψαριού; Μήπως ήταν χαλασμένο το βούτυρο;
Η Ξερξούσκα το άρπαξε και το επεξεργάστηκε για άλλη μια φορά. "Θα φάω" είπε και με τα λίγα ρώσικα που ήξερε, αποφάνθηκε:
"Είναι χαβιάρι, ταιριάζει με το παπουτσίνο σου".


Μετά το ρώσικο πρωινό, κάναμε μια βόλτα στο φτωχικό παζάρι που είχε απ'έξω, για μια πρώτη επαφή με την πόλη κι έπειτα πήραμε το μετρό για να πάμε στο κέντρο της Μόσχας. Ο προορισμός μας ήταν στην Κόκκινη Πλατεία, όπου εκεί κοντά βρισκόταν το ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει. Στο τρένο μας έκανε εντύπωση το άσπρο φως που τα έδειχνε όλα μίζερα, το πολύ στενό βαγόνι, ότι ήταν όλοι πολύ σιωπηλοί και κλεισμένοι στα βαριά τους ρούχα, αγέλαστοι και δύσκολα θα κοιτούσαν τον απέναντι.


Φτάνοντας κοντά στην Κόκκινη Πλατεία, και χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε, καθίσαμε για λίγο πάνω στις βαλίτσες μας για να δούμε στο χάρτη προς τα πού θα κατευθυνθούμε. Εκεί στη γωνία ήταν σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο με τέσσερις ψηλούς, ξανθούς, γαλανομάτηδες νεαρούς. Κοιταχτήκαμε αναγνωριστικά και αυτό έκανε τον έναν από αυτούς να έρθει κοντά μας. Μας μιλούσε εγκάρδια, προσπαθώντας να μας πείσει ότι ο δικός του ο Θεός, ο Κρίσνα, θα μας πραγματοποιήσει όλα μας τα όνειρα. Η Αντιγκόνα χάρηκε πολύ για την γνωριμία, γιατί ήθελε να δει ένα κοινόβιο των Κρίσνα από κοντά, και γιατί όχι, να ζήσει άλλη μια περιπέτεια. 'Ημασταν τόσο ενθουσιασμένες που τελικά αγόρασαμε και τα δυο τους cd για προσευχή και προσηλυτισμό στον προσωπικό μας χώρο, σε πιο πριβέ κλίμα. Θεωρήσαμε αυτή την πρώτη μας γνωριμία καλό οιωνό κι έτσι κινήσαμε για να βρούμε το δωμάτιό μας, που είχαμε διαλέξει έγκαιρα από την Αθήνα, αλλά που φτάσαμε με μια μέρα καθυστέρηση.

Διασχίζοντας τον δρόμο, είδαμε από μακριά την Κόκκινη Πλατεία από το απέναντι πεζοδρόμιο (μας χώριζαν οι 8 λωρίδες και τα αμάξια που έτρεχαν σαν τρελά). Προτιμήσαμε να την επισκεφτούμε αργότερα, αφού πρώτα αφήναμε τις αποσκευές μας στο δωμάτιο, και κάναμε ένα μπάνιο να φύγουν από πάνω μας οι ράγες, ο ιδρώτας κι η σκόνη που μας είχε αφήσει το τρένο. Πάντα αναρωτιόμασταν, τί έγινε εκείνο το τρένο που έφευγε;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου