Εγκαταλείποντας για πάντα το σπίτι μας, μετά από 3 μέρες ευχάριστης διαμονής, πήραμε σιγά σιγά το δρόμο της εξόδου από την Πετρούπολη. Ήταν ακόμα απόγευμα, όταν χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απλά με κατεύθυνση προς τη λίμνη Λάντογκα, κάναμε τη μεγάλη έξοδο. Όμως, άγνωστο γιατί, δυσκολευτήκαμε να βγούμε από την πόλη και κάναμε όλο κύκλους που μας είχαν σπάσει τα νεύρα. Ήταν αδύνατο να βγούμε στην επαρχιακή οδό που θα μας οδηγούσε στη λίμνη Λάντογκα. Φάγαμε πολλή ώρα μέχρι να βρούμε τον δρόμο, ώσπου, ούτε κι εμείς καταλάβαμε πώς, τον βρήκαμε.
Ήταν έτσι όπως μας τον είχε περιγράψει ο Fabrizio κι ακόμα χειρότερος: ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης, με μια μόνο ασφαλτοστρωμένη λωρίδα σε κάθε ρεύμα. Στα πλαϊνά, σαν έξτρα λωρίδες "εκτάκτου ανάγκης", δύο χωματόδρομοι, παράλληλοι με τα δύο ρεύματα...
Συνεχίζοντας την πορεία μας, το φως είχε αρχίσει να υποχωρεί, και το τοπίο να γίνεται τρομακτικό. Επικρατούσε πλήρης ερημιά με μόνο "ντεκόρ" τα ψηλόλιγνα αναρίθμητα δέντρα, που μας περιστοίχιζαν σαν σκελετωμένα φαντάσματα. Προς στιγμήν είχαμε αρχίσει να μετανιώνουμε που ξεκινήσαμε τόσο αργά για έναν άγνωστο προορισμό, σε μια αφιλόξενη χώρα, όμως είχαμε ήδη προχωρήσει τόσο, που δεν μας έπαιρνε να γυρίσουμε πίσω.
Ακούγαμε Ολύμπιανς για να ξορκίσουμε τον φόβο και την αμφιβολία κι είχαμε αρχίσει να το διασκεδάζουμε, λέγοντας "τι μέρος είναι αυτό", όταν στο βάθος, από το αντίθετο ρεύμα, πετάχτηκε ένα αμάξι, που πήγαινε πέρα δώθε σαν τρελό φορτηγό, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και ακολουθώντας ξέφρενη ακανόνιστη πορεία. Η μουσική, μέσα στην χαρωπότητά της, ηχούσε σαν θριλερικό σάουντρακ θανάτου, κι η Ξερξούσκα το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί ήταν
" ωχ την κάτσαμε"...
Ευτυχώς ο εφιάλτης κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα, γιατί ο κινούμενος Χάρος του απέναντι ρεύματος, μαζεύτηκε την τελευταία στιγμή πριν την σύγκρουση, στη λωρίδα του. Με τρεμάμενα χέρια κι υπό την επήρρεια σοκ, η Ξερξούσκα αποφάσισε ότι η διαδρομή μας σ'αυτόν τον επαρχιακό μακελόδρομο για το βράδυ, είχε λάβει τέλος. Ήλθε η ώρα να διανυκτερεύσουμε.
Το σκοτάδι μαύρο πίσσα, πού να πα να μείνεις; Στρίψαμε δεξιά, στα έγκατα του δάσους. Ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος, σίγουρα οδηγούσε κάπου. Αλλά πού;
Προχωρώντας στα στενά, φιδωτά δρομάκια, από κει που δεν το περιμέναμε με τίποτα, να σου μια οικογένεια, μάνα πατέρας και παιδί στο καροτσάκι. Πού στο καλό βρέθηκαν αυτοί εκεί; Πρέπει να υπήρχαν αγροικίες ή εξοχικά μέσα σ' αυτό το δάσος. Δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη κι η Ξερξούσκα, με τα αυτοσχέδιά της ρώσικα, ρώτησε προς τα πού βρισκόταν η λίμνη. Οι άνθρωποι μας έδωσαν μια κατεύθυνση, η Ξερξούσκα ό,τι κατάλαβε κατάλαβε, και κινηθήκαμε προς τα εκεί.
Προχωρούσαμε με αβεβαιότητα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ώσπου βρήκαμε μια πινακίδα που μας οδηγούσε σε ένα μπαρ και σκεπτήκαμε ότι θα ήταν καλό σημείο για να κοιμηθούμε. Τουλάχιστον θα είχε λίγα φώτα, ακόμα πιο πολλά ντεσιμπέλ, αλλά θα ήταν σαφώς καλύτερο από το να ξεμέναμε στην απόλυτη ερημιά μόνες μας. Το μπαρ τελικά βρισκόταν στην όχθη της λίμνης, αρκετά πιο κάτω από το σημείο που είχαμε σταθμεύσει. Υπήρχε πολλή κίνηση από τους περαστικούς -που έφευγαν από το μπαρ- κι έτσι το θεωρήσαμε τελικά σχετικά ασφαλές μέρος για να διανυκτερεύσουμε.
Η Ξερξούσκα κι η Ιβάννα αποκοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως, ενώ η Αντιγκόνα, στο μπροστινό κάθισμα, στη θέση του οδηγού και με το μάτι γαρίδα, φυλούσε καραούλι και χάζευε (όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα στη μαύρη μαυρίλα) το τοπίο.
Σε κάποια φάση τα άγρια χαράματα το μπαρ έκλεισε, κι αφού αποχώρησαν κι οι τελευταίοι (σίγουρα μεθυσμένοι) θαμώνες του, φωνάζοντας, για αρκετή ώρα επικρατούσε νεκρική ησυχία. Σε ανύποπτο χρόνο, μέσα από την σκοτεινιά και το έρεβος, εμφανίστηκε ένα αγροτικό, που το οδηγούσε ένας τύπος με καπέλο γύρω στα 30. Η Αντιγκόνα, που εκείνη την ώρα ήταν ξύπνια, τον παρακολουθούσε ακίνητη, και κρυμμένη, για να μην δίνει στόχο. Ο τύπος αυτός πήγε κοντά στο μπαρ και τότε εμφανίστηκε άλλος ένας, συναντήθηκαν κι άρχισαν να φωνάζουν, σε έντονο ύφος. Φαίνονταν μέσα στο σκοτάδι σαν δολοφόνοι, που ετοίμαζαν κάτι περίεργο. Το μόνο που φώτιζε, ήταν οι προβολείς των αυτοκινήτων τους. Ευτυχώς οι δύο τύποι δεν πλησίασαν το αυτοκίνητό μας, ούτε αντιλήφθηκαν την παρουσία μας και μετά από λίγη ώρα, που στην Αντιγκόνα φάνηκε αιώνας, έφυγαν ξαφνικά έτσι ακριβώς όπως ήρθαν.
Το μοιραίο μας όμως λάθος, ήταν ότι είχαμε αφήσει μισάνοιχτο το παράθυρο, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος. Ήταν ήδη αργά και ροχαλίζαμε από ώρα, όταν άρχισαν να μπαίνουν κατά χιλιάδες τα κουνούπια μέσα στο αυτοκίνητο, κάνοντας επιδρομή από το πουθενά. ΄Ηταν πολύ ενοχλητικά και επιθετικά, μας τσιμπούσαν συνέχεια και βούιζαν μέσα στα αυτιά μας σαν στούκας. Η Αντιγκόνα, σε ρόλο διασώστη, κόλλησε αντικουνουπικά τσιρότα γύρω γύρω από το αυτοκίνητο, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τα αναχαιτίσει. Όλο το αμάξι ειχε γίνει παγίδα, αλλά τα κουνούπια δε μάσαγαν, ούτε καν ενοχλήθηκαν. Ξυπνώντας από όλη αυτή την αναταραχή, η Ιβάννα, για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, κόλλησε απλά ενα τσιρότο στο κούτελο, σκεπάστηκε μέχρι πάνω με τον υπνόσακο και ξαναξεράθηκε στον ύπνο - ενώ η Αντιγκόνα, ακούραστη, είχε βαλθεί να εξοντώσει τα φονικά σμήνη και να ψεκάζει μέσα κι έξω με εντομοαπωθητικό καλέντουλας. Περιττό να πω, ότι δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνη τη νύχτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου